- φωτοπερίοδος
- η, Νβιολ. η ημερήσια διάρκεια τού φωτός θεωρούμενη από την άποψη τών βιολογικών της επιδράσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photoperiod].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λήθαργος — Βαθύτατος και συνεχής ύπνος· μεταφορικά, η πλήρης αδράνεια. (Βοτ.) Στάδιο μειωμένης φυσιολογικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται από ορισμένα σπόρια, σπέρματα ή οφθαλμούς φυτών. Πρόκειται για μία κατάσταση παρεμπόδισης της ανάπτυξης από έναν… … Dictionary of Greek